ἀνδρογόνος

ἀνδρογόνος
ἀνδρογόνος
begetting men
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανδρογόνος — ο (Α ἀνδρογόνος, ον) νεοελλ. βιολ. αυτός που συντελεί στην ανάπτυξη ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό δράση 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ανδρογόνα α) (βιοχ.) ορμόνες με αρρενοποιό δράση β) (βιοχ. φαρμ.) χημικές ενώσεις… …   Dictionary of Greek

  • ἀνδρογόνοιο — ἀνδρογόνος begetting men masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρογόνῳ — ἀνδρογόνος begetting men masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

  • ανδρογενετικός — ή, ό ανδρογόνος …   Dictionary of Greek

  • τεστοστερόνη — η, Ν (βιολ. φυσιολ.) η κυριότερη ανδρογόνος ορμόνη, η οποία εκκρίνεται, κυρίως, από τον διάμεσο ορχικό ιστό τού ανθρώπου καί, σε ασήμαντη ποσότητα, από τις ωοθήκες και από τα επινεφρίδια και ελέγχει την παραγωγή τού σπέρματος και την ανάπτυξη τών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”